17 κλωστές: Η αληθινή ιστορία του πρώτου Έλληνα serial killer που συγκλόνισε
Τα αληθινά γεγονότα που οδήγησαν στη μαζική δολοφονία που συγκλόνισε τη χώρα στις αρχές του 1900, έρχονται ξανά στο φως μέσα από τα 6 επεισόδια της σειράς μυθοπλασίας, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια.
Το σενάριο της σειράς που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, υπογράφουν η Μιρέλλα Παπαοικονόμου και η Κάτια Κισσονέργη και τη μουσική ο Μίνως Μάτσας.
Οι «17 Κλωστές» είναι μία παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, η οποία με τις συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών που συμμετέχουν, αναμένεται να καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας που διαδραματίζεται στα Κύθηρα την περίοδο 1906 – 1909 είναι ο Αντώνης, ένας φιλήσυχος τσαγκάρης και λυράρης, τον οποίο υποδύεται ο Πάνος Βλάχος. Ο αγαπητός στον τόπο του νέος κατηγορείται άδικα και τρέπεται σε φυγή, επιστρέφοντας για να πάρει εκδίκηση.
17 Κλωστές: Η υπόθεση
Ο Αντώνης έχει την αποδοχή των συμπολιτών του και όλα όσα ήθελε στη ζωή του, ώσπου κατηγορείται ότι έκανε ανήθικες προτάσεις σε μία παντρεμένη πελάτισσά του. Μετακομίζει στον Πειραιά, όπου επιχειρεί να σταθεί στα πόδια του και να κάνει νέα αρχή, χωρίς επιτυχία, αφού και στη μεγαλούπολη έρχεται αντιμέτωπος με την απόρριψη και την αδικία. Με την πίκρα και την οργή να ξεχειλίζουν, αποφασίζει να γυρίσει στα Κύθηρα και να στραφεί εναντίον όσων γκρέμισαν τα όνειρά του για μία ήρεμη προσωπική και επαγγελματική ζωή.
Ο “Καπετάν 16” – Το έγκλημα του αιώνα.
Ήταν 23 Αυγούστου του 1909 όταν έγινε ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα στην ελληνική ιστορία. Ο δολοφόνος σκότωσε 15 κατοίκους στο χωριό Καλοκαιρινές Κυθήρων αφού δεν άντεξε την αδικία και την κατακραυγή. Ο ίδιος ήταν από τους πιο αγαπητούς και φιλικούς κατοίκους των Κυθήρων. Ζούσε στα Γερακιτιάνικα των Αρωνιαδίκων και έφτιαχνε χειροποίητα στιβάνια.
Μια γυναίκα από γειτονικό χωριό πήγε στο τσαγκαράδικό του, παρέλαβε τα στιβάνια που είχε παραγγείλει, αλλά αρνήθηκε να τα πληρώσει. Ο ίδιος απαίτησε τα χρήματά του και εκείνη τον προσκάλεσε σπίτι της, για να τον εξοφλήσει. Μόλις έφτασε στο σπίτι και ενώ η γυναίκα ετοίμαζε το, απαραίτητο για την εποχή, “κέρασμα του μουσαφίρη”, επέστρεψε ο σύζυγός της ο οποίος οργισμένος από την παρουσία ενός άλλου άντρα στο σπίτι του, τον ξυλοκόπησε και τον ανάγκασε σε φυγή.
Η κατακραυγή που ακολούθησε τον έκανε σταδιακά να χάσει όλη την πελατεία του και πληγωμένος από την συμπεριφορά των συγχωριανών του, αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα.
Στην Αθήνα ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα τσαγκαράδικο, στο οποίο το αφεντικό ήταν Κυθήριος. Όντας άριστος στη δουλειά του, γρήγορα απέκτησε τη φήμη του καλού μάστορα. Ο φθόνος των συναδέλφων του, ήταν τόσο μεγάλος που τους έκανε να τον ενοχοποιήσουν. Τοποθέτησαν στο σακίδιό του μερικά εργαλεία του μαγαζιού, τα οποία και εντοπίστηκαν από το αφεντικό.
Λόγω ωστόσο της πρότερης έντιμης συμπεριφοράς του αντιμετωπίστηκε με επιείκεια. Ωστόσο, η γυναίκα του αφεντικού φέρεται πως επέμενε να ασκηθεί δίωξη εναντίον του για υπεξαίρεση, υπενθυμίζοντας το επεισόδιο στο νησί. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για κλοπή, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή. Όταν εξέτισε τη σύντομη ποινή του, βρήκε νέα δουλειά, αλλά λίγο αργότερα, για άγνωστους λόγους, απολύθηκε.
Ο Α.Λ αποφάσισε να εκδικηθεί και έπλευσε για τα Κύθηρα. Στις 23 Αυγούστου 1909 έφτασε στη γενέτειρά του και οπλισμένος με ένα μαχαίρι ξεκίνησε να μαχαιρώνει όποιον έβρισκε μπροστά του. Μάλιστα έστησε καρτέρι έξω από εκκλησία μέσα στην οποία γινόταν βάφτιση. Ο ιερέας αντιλήφθηκε τι συνέβη και άρχισε να τον πυροβολεί. Ο ίδιος δεν χτύπησε όμως συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Ναύπλιο, όπου διεξήχθη η δίκη. Αν και όλα έδειχναν πως δεν θα γλιτώσει την θανατική ποινή, εντούτοις καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τον θάνατο 15 ανθρώπων.
Όπως διαβάζουμε και στη mixanitouxronou, λέγεται πως η έδρα αποφάσισε την συγκεκριμένη ποινή, προκειμένου ο δράστης να αναλάβει καθήκοντα δήμιου, κάτι που ίσχυε μόνο για δολοφόνους με μεγάλο αριθμό θυμάτων. Στις φυλακές του Ναυπλίου βρέθηκε συγκρατούμενος με μερικούς Μανιάτες. Όπως και σε άλλα σωφρονιστικά ιδρύματα, έτσι και εκεί ίσχυε ο άγραφος νόμος της υπεροχής αυτού με το βαρύτερο ποινικό μητρώο.
Ο Α.Λ έχοντας στο βιογραφικό του 15 νεκρούς ήταν ήδη “από τους ισχυρούς”. Όταν διέπραξε μία ακόμη δολοφονία εντός των φυλακών, ο αριθμός αυξήθηκε και απέκτησε το ψευδώνυμο “ο Καπετάν δεκάξι”. Οι Μανιάτες βάλθηκαν να τον βγάλουν από τη μέση πιθανώς γιατί το 16ο θύμα του ήταν από τη Μάνη. Έτσι συνεννοήθηκαν με τον κουρέα τον φυλακών και στο προγραμματισμένο τους ραντεβού, τον έσφαξε με το ξυράφι.